ἄδος

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 37] τό, Sättigung, Ueberdruß, Hom. einmal, Iliad. 11, 88 ἐπεί τ' ἔκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα μακρά, ἄδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, wo Einige μάκρ', ἆδός schreiben wollen, s. Buttmann Lexil. 2, 127. Vgl. ἀδέω, ἄδην. Herodian. schrieb ἅδος, Scholl. Iliad. 11, 88 ἅδος: δασυντέον κτἑ. Vgl. ἀδινός.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδος: -εος, τό, κόρος, ἀηδία, μόνον ἐν Ἰλ. Λ. 88, τάμνων δένδρεα μακρά, ἄδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, ἔνθα ὁ Heyne προτείνει: μάκρ’, ἆδός τέ μεν ἵκετο· ἴδε ἐν λέξ. ἄδην.

French (Bailly abrégé)

c. ἅδος.

English (Autenrieth)

(see ἀδέω): satiety, disgust.

Russian (Dvoretsky)

ἄδος: или ἅδος, εος τό пресыщение, усталость: ἄ. μιν ἵκετο θυμόν Hom. усталость охватила его.