δεδραγμένος

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

English (Autenrieth)

see δράσσομαι.

Greek Monotonic

δεδραγμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του δράσσομαι.