ἐγρηγορόων

Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. part.,

   A watching, awake, Od.20.6.

German (Pape)

[Seite 712] (wie von ἐγρηγοράω, aus ἐγρήγορα abgeleitet), wachend, Od. 20, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγορόων: Ἐπ. μετοχ. ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. ἐγρηγοράω (ἴδε ἐγείρω), ἀγρυπνῶν, ἄγρυπνος, Ὀδ. Υ. 6.

French (Bailly abrégé)

v. ἐγρηγοράω.

English (Autenrieth)

as if from ἐγρηγοράω: remaining awake, Il. 10.182†.

Greek Monotonic

ἐγρηγορόων: Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. ἐγρηγοράω (= ἐγείρομαι), άγρυπνος, σε εγρήγορση, σε Ομήρ. Οδ.