εὔζυγος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζῠγος Medium diacritics: εὔζυγος Low diacritics: εύζυγος Capitals: ΕΥΖΥΓΟΣ
Transliteration A: eúzygos Transliteration B: euzygos Transliteration C: eyzygos Beta Code: eu)/zugos

English (LSJ)

Ep. ἐΰζῠγος, ον, (

   A ζυγόν 111) of ships, well-benched, Od.13.116, 17.288, A.R.1.4; ἅρμα θαλάσσης Opp.H.1.190; εὐσδύγων prob. in Alc.Oxy.1233 Fr.4.9.

German (Pape)

[Seite 1066] ep. ἐΰζυγος, wohlgejocht, vom Schiffe, Od. 13, 116. 17, 288, festverbunden, oder mit guten Ruderbänken; Ἀργώ Ap. Rh. 1, 4, wo der Schol. εὐκάθεδρος erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζῠγος: Ἐπικ. ἐΰζυγος, ον, (ζυγὸς ΙΙΙ) ἐπὶ πλοίων, ἔχων καλὰ καθίσματα, νηὸς ἐϋζύγου. κατὰ τὸν Σχολ. «εὖ συζευγνυμένης», Ὀδ. Ν. 116, Ρ. 288· ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργὼ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 4, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ἐΰζυγον, ἤγουν εὐκάθεδρον».

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰζυγος;
ος, ον :
(vaisseau) bien joint, bien ajusté, bien construit, ou sel. d’autres garni de bancs commodes pour les rameurs.
Étymologie: εὐζεύγνυμι.

English (Autenrieth)

ἐύζ. (ζυγόν): well-yoked, of a ship, i. e. ‘well-beamed,’ or according to others, ‘well-benched,’ Od. 13.116, Od. 17.288.

Greek Monolingual

εὔζυγος, και επικ. τ. ἐΰζυγος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει καλά καθίσματα («ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργώ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγός, παράλλ. τ. του ζυγόν.