ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
οῦσα, όν :part. prés. de ἔπειμι².
see ἔπειμ Od. 9.2.
ἐπιών: οῦσα, όν part. к ἔπειμι II.