ἐριστάφυλος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστάφῠλος Medium diacritics: ἐριστάφυλος Low diacritics: εριστάφυλος Capitals: ΕΡΙΣΤΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: eristáphylos Transliteration B: eristaphylos Transliteration C: eristafylos Beta Code: e)rista/fulos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, of wine,

   A made of fine grapes, Od.9.111,358.    II rich in grapes, of Lesbos, Archestr.Fr.56.9 ; of Bacchus, AP9.580.6, Nonn.D.12.251.

German (Pape)

[Seite 1031] groß-, reichtraubig, οἶνος, Od. 9, 111. 358; Λέσβος, das traubenreiche, Archestr. bei Ath. II, 92 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστάφυλος: -ον, ὡς ἐπίθετον τοῦ οἴνου, ἄμπελοι αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, «ἐκ τελείου καρποῦ τῆς σταφυλῆς γινόμενον» (Σχολ.), ἢ ἀπὸ μεγάλων σταφυλῶν, Ὀδ. Ι. 111, 358. ΙΙΙ. πλούσιος εἰς σταφυλάς, ἐπὶ τῆς Λέσβου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. ὡς ἐπίθ. τοῦ Βάκχου Ἀνθ. Π. 9. 580. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριστάφυλον· καλλιστάφυλον· πολύν. ἢ τὸν ἐξ εὐγενοῦς σταφυλῆς ἢ μεγάλης».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec de grosses grappes de raisin.
Étymologie: ἐρι-, σταφυλή.

English (Autenrieth)

(σταφυλή): largeclustered, οἶνος, Od. 9.111, 358.

Greek Monolingual

ἐριστάφυλος, -ον (Α)
1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια
2. (για τόπο) αυτός που είναι πλούσιος σε σταφύλια
3. επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + σταφυλή.