μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Full diacritics: πᾰσίολος | Medium diacritics: πασίολος | Low diacritics: πασίολος | Capitals: ΠΑΣΙΟΛΟΣ |
Transliteration A: pasíolos | Transliteration B: pasiolos | Transliteration C: pasiolos | Beta Code: pasi/olos |
ὁ, = Lat.
A phaseolus, Edict.Diocl.6.33, 39, prob. for πάσωλος in Gloss.
ὁ, Α
(δ. προφ.) φασίολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. passiolus, υποκορ. του phasēlus (< φάσηλος «φασόλι»)].