θησαίατο
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
German (Pape)
[Seite 1210] = θήσαιντο, für θηήσαιντο.
Greek (Liddell-Scott)
θησαίατο: θήσασθαι, ἴδε ἐν λ. θάω, θηλάζω.
English (Autenrieth)
see θάομα Od. 9.1.
Russian (Dvoretsky)
θησαίατο: эп. (= θήσαιντο) 3 л. pl. aor. 1 opt. к θηέομαι (см. θεάομαι).