Θησεύς
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ὁ, gen. Θησέως [trisyll., S.Ph.562, OC1593, 1657, but disyll., ib. 1003, 1103]:—Theseus, Il.1.265, etc.: pl.
A Θησέες Pl.Tht. 169b; Θησεῖς Alciphr.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
Θησεύς: ὁ, γεν. Θησέως τρισύλλ., Σοφ. Φ. 562, Ο. Κ. 1593, 1657, ἀλλὰ δισύλλ., αὐτόθι 1003, 1103: ― ὁ διάσημος προγονικὸς ἥρως τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ πρῶτον μνημονευόμενος ἐν Ἰλ. Α. 265, κτλ.· οἱ Θησέες Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι, ὁ συνοικίζων, ἐκπολιτίζων· πρβλ. θής, τίθημι Α. ΙΙΙ.)
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Thésée, fils d’Égée, héros athénien.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
Theseus, national hero of Athens and Attica, Il. 1.265.
English (Slater)
Θησεύς son of Poseidon, king of Athens. test., v. Ἀμαζών fr. 174, Πειρίθοος fr. 175, Δημοφῶν fr. 176. Tryph. (Rhet. Gr. 3. 202. 30 Speng.) Πίνδαρος δὲ ἐποίησε καὶ γαμβρὸν τοῖς Διοσκούροις Θησέα εἶναι βουλόμενον (Calderini: -ενος codd.: <ἁρπασθεῖσαν τὴν Ἑλένην διαφυλάξαι> add. Schr.) ἐς ὃ ἀπελθεῖν αὐτὸν Πειρίθῳ τὸν λεγόμενον γάμον ξυμπράξοντα fr. 258 ad fr. 243.