σφωίτερος

From LSJ
Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek (Liddell-Scott)

σφωίτερος: [ῐ], -α, -ον, κτητικ. ἀντωνυμ. τοῦ σφῶι, ἀντωνυμίας προσωπικῆς τοῦ β΄ προσ. δυϊκ., ὑμῶν τῶν δύο, σφωίτερον ἔπος, ὁ λόγος ὑμῶν τῶν δύο (τῆς Ἥρας καὶ τῆς Ἀθηνᾶς), Ἰλ. Α. 2 6. 2) τοῦ σφωέ, ἀντωνυμίας προσωπικ. τοῦ γ΄ προσώπου δυϊκοῦ, ἀνήκων εἰς αὐτοὺς τοὺς δύο, εἰς ἀμφοτέρους αὐτούς, Ἀντίμαχ. παρ’ Ἀπολλ. π. Ἀντων. 401· ἴδε Buttm. Λεξιλ. ἐν λ. νῶι κλπ., 6. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ σφέτερος παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1) ἐπὶ τοῦ β΄ πληθυντ. προσώπου, ὑμέτερος, ἰδικός σας, Α. 1286., Δ. 454. 2) ἐπὶ τοῦ β΄ ἑνικ. προσώπου, σός, ἰδικός σου, Γ. 395 (οὕτω Θεόκρ. 26. 67). 3) ἐπὶ τοῦ γ΄ ἑνικ. προσώπου, ἑός, ἰδικός του, της, Λατιν. suus, 2. 465, 544, κλπ. (οὕτω Θεόκρ. 25. 55)· αὐτοῦ ἢ αὐτῆς, Λατ. ejus Β. 643, Γ. 600. 4) ἐπὶ τοῦ γ΄ πληθ. προσώπου, ἰδικός των, Μανέθων 2. 190. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 260.

English (Autenrieth)

of you two, of you both, Il. 1.216†.

Middle Liddell

σφωί˘τερος, η, ον possess. adj. of σφῶι, Pron. of 2nd pers. dual]
1. of you two, σφωίτερον ἔπος the word of you two, Il.; for 2nd pers. sg., thine own, thine, thy, Theocr.
2. of 3rd pers. sg., his or her own, Lat. suus, Theocr.