πείθω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
A persuade, impf. ἔπειθον Il.22.91, etc.; Ep. and Lyr. πεῖθον 16.842, B.8.16 : fut. πείσω Il.9.345, etc.; Ep. inf. πεισέμεν 5.252 : aor. 1 ἔπεισα Pi.O.2.80, A.Eu.84, Ar.Pl.304, etc. (Hom. has only opt. πείσειε Od.14.123); Aeol. part. πείσαις Pi.O.3.16 : aor. 2 ἔπῐθον Id.P.3.65 (poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp.941, Ar.Pl.949, Theoc.22.64, used by Hom. only in Ep. redupl. forms πεπίθωμεν Il.9.112, πεπίθοιμι 23.40, A.R.3.14, πεπῐθεῖν Il.9.184, A.R.3.536, πεπῐθών Pi.I.4(3).72 (v. infr.), πεπιθοῦσα Il.15.26 (ind. not in Il. or Od., πέπιθον A.R.1.964, πέπιθε h.Ap.275): pf. πέπεικα Lys. 26.7, Is.8.24, Isoc.14.15 :—Med. and Pass. πείθομαι, obey, Il.1.79, etc. : fut. πείσομαι ib.289, etc.: aor. 2 ἐπῐθόμην, Ep. πιθόμην 5.201, ἐπίθετο Ar.Nu.73, ἐπίθοντο Il.3.260, IG22.29.14, redupl. πεπίθοντο Orph.Fr.135 ; imper. πίθεο Pi.P.1.59, πιθοῦ S.Ant.992, pl. πίθεσθε A.Eu.794 ; subj. πίθωμαι Il.18.273, etc.; opt. πιθοίμην 4.93, etc. (redupl. πεπίθοιτο 10.204); inf. πιθέσθαι 7.293, etc. (πεπιθέσθαι AP14.75); part. πιθόμενος S.Ph.1226 : aor. 1 Med. ἐπεισάμην IG12(5).720.5 (Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: fut. Pass. πεισθήσομαι S.Ph.624, Pl.Sph.248e, etc.: aor. 1 ἐπείσθην A.Eu.593, S.OT526, Ar.Nu.866, X.An.7.7.29 : pf. πέπεισμαι A.Pers.697, E.El. 578, Pl.Prt.328e; Thess. pf. inf. πεπεῖστειν IG9(2).517.16 (Larissa, iii B. C.). II intr. tenses of Act., in pass. sense, pf. 2 πέποιθα Il.4.325, etc. (not freq. in Prose); imper. πέπεισθι A.Eu.599 codd.; 2sg. subj. πεποίθῃς Il.1.524 ; Ep. 1pl. πεποίθομεν (for-ωμεν) Od.10.335 ; opt. πεποιθοίη Ar.Ach.940 : plpf. ἐπεποίθειν Il. 16.171 ; 3pl. ἐπεποίθεσαν Hdt.9.88 ; Ep. πεποίθεα Od.4.434, 8.181 ; 1pl. ἐπέπιθμεν Il.2.341, 4.159 : Pi. uses aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl. πεπιθών I.4(3).72. III as if from πῐθέω, Hom. has fut. πῐθήσω Od.21.369 (obey) : aor. part. πῐθήσας Il.4.398 (trust), cf. Hes. Op.359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch.618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. aor. subj. πεπῐθήσω trans., Il.22.223 :—also Aeol. πίθημι, part. πίθεις Alc.Supp. 9.4. A Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib.184 ; σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε 16.842 ; τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον 9.587, cf. Od.7.258, 23.337 ; Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε Il.22.78 : c. acc. pers. et inf., persuade one to... ib. 223, A.Eu.724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ . . S.Ph.901 ; later ἵνα . . Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ... ὡς ἔστι... Pl.R.327c, 364b; π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν Th.5.76 ; κοὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν . . τὸ μὴ ἐλθεῖν Ar.Ra.68 ; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg.453b, etc.; also π. τι ὠφέλιμον ὄν Th.4.17 : freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph.102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC1298 ; δᾶμον πείσαις λόγῳ Pi.O.3.16 ; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg.844e ; οὐ πείσαντες τὸν δῆμον Aeschin.3.41 ; πείθοντες, opp.βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch.232b (but π. ἀνάγκῃ D.C.62.16, cf. πειθανάγκη) : with neut. pron., persuade one to or of a thing, τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας Hdt.1.163, cf. A.Pr.1064 (anap.), Pl.R.399b, etc.; ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν A.Ag.1212 ; μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to... S.OC1442 ; also τοιάνδ' ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp.615. 2 prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ; τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν Il.1.100 ; ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν 9.112, cf. 181, 386, Hes.Sc.450 ; Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς Pi.O.2.80, cf. Pl.R.366a, Ap.37d : c. dupl. acc., τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους IG12.39.27. II in bad sense, talk over, mislead, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις Il.1.132, cf. 6.360 ; ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς Od.2.106, cf. 14.123 ; πεπιθοῦσα θυέλλας Il. 15.26. 2 π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. (Pass., χρήμασι πεισθείς Id.1.137) : prov., δῶρα θεοὺς πείθει Hes.Fr.272 ; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20. 3 offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84. B Pass. and Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC520, El. 1015, E.Fr.440 ; but πιθοῦ comply, S.OC1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph.624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl .Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε . . Th. 2.2 ; ὃ . . ὑμεῖς . . ἥκιστ' ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170. 2 πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ; μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν Pl. Ap. 29d : sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers., ἐπείθετο μύθῳ 1.33, cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12. b with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ; πάντ' ἔγωγε πείσομαι S.Aj.529 ; πείσομαι δ' ἃ σοὶ δοκεῖ Id.Tr. 1180 ; οὐ . . πείθομαι τὸ δρᾶν Id.Ph. 1252 ; μύθοις . . πεισθεὶς ἀφανῆ E. Hipp. 1288 (anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.). 3 c. gen., four times in Hdt., πείθεσθαί τινος 1.126, 5.29, 33,6.12, cf. E. IA726, Th. 7.73 ; πείσθητί μευ Herod. 1.66 ; κείνου . . πιθοίατο vulg. in Il.10.57. II πείθεσθαί τινι believe, trust in, πείθεθ' ἑταίρῳ Od. 20.45 ; οἰωνοῖσι Il.12.238; τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ 4.408 ; ἐνυπνίῳ Pi.O. 13.79 ; λεγομένοισι Hdt. 2.146, etc. : c. acc. et inf., believe that... οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ' εἶναι Od. 16.192, cf. Hdt. 1.8, etc. : c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : with ὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας Pl. Cri.44c, cf. R.391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ; πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ar. Th. 592 ; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap.25e, cf. Phdr.235b : abs., ὡς ἐγὼ πείθομαι Phld.Po.5.34. b π. τινὰ ὅπως . . to believe of him, that... E. Hipp.1251. III pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, as αὑτῷ πεποιθέναι Pl. Mx. 248a): c. dat. et inf., οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od. 16.71, cf. Il.13.96, etc.: c. dat., οἷσι . . μαρναμένοισι πέποιθε Od.16.98 : later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν . . μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to... A. Th.530: once in Hdt., χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι 9.88 : rarely c. acc. et inf., πέποιθα . . τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν A. Th.444 ; εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι 2 Ep.Cor.10.7 ; π. εἴς τινας ὅτι . . Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι . . 2 Ep.Cor. 2.3 ; ἐπὶ χρήμασι Ev.Marc. 10.24: abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28. IV post-Hom. pf. Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat., νεκροῖσι A. Eu.599 ; ὀνείροις E.Hel.1190, etc. : c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs., νῦν δὲ πέπεισμαι Id.Prt. 328e ; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by... Plu.Rom. 14 ; πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα Ep.Hebr.6.9. (Cf. Lat. fido, fides.)