τέθμιος

From LSJ
Revision as of 12:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέθμιος Medium diacritics: τέθμιος Low diacritics: τέθμιος Capitals: ΤΕΘΜΙΟΣ
Transliteration A: téthmios Transliteration B: tethmios Transliteration C: tethmios Beta Code: te/qmios

English (LSJ)

   A v. θέσμιος, τεθμός, v. θεσμός. τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.

German (Pape)

[Seite 1079] dor. statt θέσμιος, festgesetzt, gesetzmäßig, herkömmlich; ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον, Pind. N. 11, 27; τέθμιόν μοί φαμι σαφέστατον εἶναι, I. 5, 20, das von mir aufgestellte Gesetz; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 450 u. Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τέθμιος: -ον, ἢ α, ον, Δωρ. ἀντὶ θέσμιος, τεθειμένος, ὡρισμένος, κανονικός, Λατ. solennis, ἑορτὴν Ἡρακλέος τέθμιον Πινδ. Ν. 11. 35· τέθμιαι ὧραι Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 87. ΙΙ. τέθμιον, τό, = τῷ ἑπομ., νόμος, Πινδ. Ι. 6 (5), 28, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 174, εἰς Δήμ. 12, Ὀππ. Κυν. 1. 450.

French (Bailly abrégé)

dor. c. θέσμιος.

English (Slater)

τέθμιος, -ον
   1 established by law πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) n. s. pro subs., ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις law (I. 6.20)