ὁμάγυρις
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
Dor. for ὁμήγυρις (q. v.).
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, dor. = ὁμήγυρις, Pind. l. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμάγυρις: Δωρ. ἀντὶ ὁμήγυρις, Πινδ. Ι. 6. 46.
English (Slater)
ὁμᾱγῠρις
1 gathering ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.46)
English (Slater)
ὁμᾱγῠρις
1 gathering ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.46)