νικαφορία

From LSJ
Revision as of 12:35, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικαφορία Medium diacritics: νικαφορία Low diacritics: νικαφορία Capitals: ΝΙΚΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: nikaphoría Transliteration B: nikaphoria Transliteration C: nikaforia Beta Code: nikafori/a

English (LSJ)

νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.

Greek (Liddell-Scott)

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.

English (Slater)

νῑκᾱφορία
   1 victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.

English (Slater)

νῑκᾱφορία
   1 victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.