ὠμοβόρος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ον, = sq., A.R.1.636, Ael.NA15.11, Ph.1.670; βλέπειν ὠμοβόρον v.l. in Alciphr.3.21.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβόρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἁπολλ. Ρόδ. Α. 636, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 15. 11, Φίλων 1. 670· βλέπειν ὠμοβόρον Ἀλκίφρων 3. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange de la chair crue.
Étymologie: ὠμός, βιβρώσκω.