ἐπίνικος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A ἄωτος Pi.O.8.75, cf. Stratt.40 (dub.l.): Subst. ἐπίνικος (sc. ὕμνοσ, ὁ, Aristid.Or.28(49).34, 61 (pl.).
German (Pape)
[Seite 965] dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίνῑκος: -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· ἐπίνικος (ἐξυπ. ὕμνος), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460.
English (Slater)
ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον
1 of victory ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς (N. 4.78)
English (Slater)
ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον
1 of victory ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς (N. 4.78)