δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
καύχᾱμα 1 vaunt ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (Schr.: καύχημα codd.) (I. 5.51)