κενεός
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ή, όν, Ep., Ion., and Dor.for κενός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1416] ion. u. p. = κενός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κενεός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ κενός, ὁ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ion. et épq. c. κενός.
English (Autenrieth)
empty; met., vain, idle, εὔγματα, Od. 22.249.
see κενός.
English (Slater)
κενεός, κεινός (-εάν, -εάν, -εᾶν; -εῶν, -εά: κεινός codd.)
1 empty, met., ineffectual οὐ χθόνα ταράσσοντες κενεὰν παρὰ δίαιταν (O. 2.65) φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν (N. 4.40) κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος (N. 8.45) c. intern. acc., κενεὰ πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν with empty aspiration (O. 10.93) χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά in vain (P. 2.61) of pers. οὔ μιν διώξω· κεινὸς εἴην ( foolish. κενεὸς coni. Schr., cf. Schwyz., 1. 472) (O. 3.45) frag. ]ψυχαν κενεῶ[ν] εμε[ fr. 140a. 55 (29).