περιοράω

From LSJ
Revision as of 19:55, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοράω Medium diacritics: περιοράω Low diacritics: περιοράω Capitals: ΠΕΡΙΟΡΑΩ
Transliteration A: perioráō Transliteration B: perioraō Transliteration C: periorao Beta Code: periora/w

English (LSJ)

impf. περιεώρων, Ion.

   A περιώρων Hdt.3.118: pf. περιεόρᾱκα D.18.64 (περιωρακυῖα cod. S), etc.: fut. περιόψομαι Ar.Nu.124, etc.: aor. 2 περιεῖδον (v. infr.):—look round upon, Arist.Mete.345b8:—Pass., ib.a28.    2 abs., take a look round, Thphr.Char.25.3.    II look over, overlook, i.e. look on without regarding, allow, suffer:    1 mostly c. part., ἢν τούτους περιίδης διαρπάσαντας Hdt.1.89 ; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Id.3.65, cf. 2.110, 4.118, Ar.Ach.167, Ra.509, Antipho 3.1.2, Th.1.24 ; ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα D.18.63, cf. 21.115 (but with Art., εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν if we should leave you who are opposing us alone, Th.4.87): with gen. abs., σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε D.18.99: rarely without part., οὐ περιόψεται μ' ἄνιππον [ὄντα] Ar.Nu.124 ; μηδέν' ἐν συμφορᾷ (sc. ὄντα) τῶν πολιτῶν π. D.19.230 : simply c. acc. pers., disregard a suppliant, Men.Per.6, PMagd.6.11 (iii B. C.), etc.    2 c. inf., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Hdt.1.191; τοὺς προπόλους . . οὐ περιορᾶν παριέναι Id.2.63, cf. 1.24, Th.1.35, etc.; ἀποθανεῖν Porph. Abst.3.14: with inf. omitted, οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Hdt.3.155; ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ ἀγγελιηφόρος οὐ περιώρων [αὐτὸν ἐσιέναι] ib.118, cf. Th.1.39, etc.; περιιδεῖν τινα ἐπὶ πράγματι Hyp.Eux.38 ; ἐάν τ' οὖν δοῦλον ἐάν τ' οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Pl.Lg.934d ; π. τὴν ὕβριν τινός X.HG2.1.9: rarely c.gen., π.τῶν ἄλλων Plu.2.764d codd.; τοῦ πλείονος βίου Polem.Cyn.20.    III watch closely, observe, περιορώμενοι ὑπὸ τῶν Αακεδαιμονίων Th.5.31.    2 wait for, τὸ μέλλον περιιδεῖν Id.4.71 ; π. εἴ τινες βοηθήσουσιν Isoc.9.30.    IV kcep watch for or on behalf of, θεοῦ J.AJ4.2.2.    V Med., watch the turn of events, Th.6.93,103,7.33 ; π. ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται Id.4.73.    2 c. gen., look round after, watch over, τῆς Μένδης περιορώμενος ib.124.    3 consider anxiously, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους Id.2.43.

German (Pape)

[Seite 585] (s. ὁράω), 1) umherschauen, nach allen Seiten umherblicken, Sp. – 2) übersehen, darüberwegsehen, dah. vernachlässigen; gew. c. partic., ruhig mit ansehen u. geschehen lassen, μή σφε περιίδῃς ἀλωμένας Soph. O. R. 1505, Conj. für παρίδῃς; Ar. oft: ταυτὶ περιείδεθ' οἱ πρυτάνεις πάσχοντά με, Ach. 167; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα, Ran. 509, ich werde dich nicht weggehen lassen; εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν, Pax 10; in Prosa: ἢν τούτους περιΐδῃς διαρπάσαντας, Her. 1, 89; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, 3, 65; 9, 41 u. sonst; auch c. inf., 1, 24. 4, 113; ἐδέοντο δὲ μὴ σφᾶς περιορᾶν διαφθειρομένους, Thuc. 1, 25, u. oft; auch c. int., 2, 40. 4, 28. 5, 29; περιεῖδεν ἡμᾶς οὐδενὸς ἐνδεεῖς ὄντας, Is. 1, 12; auch περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, Plat. Rep. VII, 538 b; δ οῦλον, ἐλεύθερόν τινα, Legg. XI, 934 d; Xen. u. Folgde; vgl. Pol. 1, 49, 8. 2, 9, 8 u. sonst. – Med. sich umsehen, d. i. zögern, abwarten; neben μέλλειν Thuc. 6, 93; auch τινός, sich wonach umsehen, Sorge wofür tragen, 4, 125.