κυανοχίτων

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

English (Slater)

κῠᾰνοχίτων
   1 with dark-blue tunic ]ον κυανοχίτων[ (Π̆{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.

Greek Monolingual

κυανοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο-χίτων, τοξο-χίτων)].