Μυκηναῖος
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Mycènes.
Étymologie: Μυκήνη.
English (Slater)
Μῠκηναῑος
1 inhabitant of Mykenai λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται (Μυκαναίων Schr.) fr. 202.
Russian (Dvoretsky)
Μῠκηναῖος: II ὁ микенец Hom. etc.
микенский Hom. etc.