ὁμόδαμος
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est du même peuple.
Étymologie: ὁμός, δῆμος.
English (Slater)
ὁμόδᾱμος
a of one united people ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον pr. (O. 9.44)
b c. dat., of the same people Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (I. 1.30)
Greek Monotonic
ὁμόδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ὁμό-δημος.