Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάρα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

English (Slater)

μάρα ? Σ, B. T. Hom., O. 137: μάρη γὰρ ἡ χείρ κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum sit, parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.

Greek Monolingual

η
1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι
2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» — όχλος, συρφετός
β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη χρήση της λ. στη φράση «άρες μάρες» βλ. λ. αρά)].