χαίτα
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (Slater)
χαίτα (-αν, -αις(ι), -ας.)
1 hair χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) (N. 1.14) (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. . ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χαίτη.