ἀγλαΐζω

From LSJ
Revision as of 17:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

German (Pape)

[Seite 16] schmücken, στεφάνοις Ael. H. A. 8, 28; Δελφὶς πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάϊσεν Theocr. ep. 1 (VI, 336), brachte dir zum Schmuck hervor, wie bei Ath. XIV, 622 c σοὶ Βάκχε τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, dir zur Ehre singen wir dies Lied; ἀγλαΐσας ἀκροθινίοις τὴν θεόν Plut. sol. an. 8. – Häufiger med., sich schmücken, sich freuen (als eines Schmuckes), Hom. ἀγλαϊεῖσθαι Il. 10, 331 (ἅπαξ. εἰρημ.); Pind. μουσικῆς ἐν ἀώτῳ Ol. 1, 14, mit der Tonkunst Blüthe schmückt er sich; gew. τινί, wie Sim. τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται frg. 230; Lyc. 1133 κόμαις ἠγλαϊσμέναι. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαΐζω: Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. (ἀγλαός). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, δοξάζω, τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) δίδωμι ὡς κόσμημα ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, εὑρίσκω ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. εἶναιμόνος τύπος παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἠγλάϊζον et ao. ἠγλάϊσα ; pf. Pass. ἠγλάϊσμαι;
parer, orner.
Étymologie: ἀγλαός.

Spanish (DGE)

I en v. med.
1 disfrutar, gozar de o con gener. c. dat. instrum. (τοῖς ἵπποισιν) σέ φημι ... ἀγλαϊεῖσθαι Il.10.331, esp. ref. al lujo, objetos preciosos ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon.8.70, μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi.O.1.14.
2 adornarse, engalanarse τῇ τῶν πτερῶν ἀγλαϊζόμενοι στολῇ Ach.Tat.1.15.7
fig. ἡ φοῖνιξ ἀγλαϊζομένη κάλλιστον καρπὸν οἴσει Gp.10.4.9, ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη un rábano aliñado con aceite Ephipp.3.6.
3 resplandecer ἑαυτὸν μὲν ἠγλαϊσμένον, φωτὸς πλήρη νοητοῦ Plot.6.9.9.
II en v. act.
1 honrar θεόν B.3.22, c. ac. y dat. instrum. θυσίαις ἠγλάϊσεν τέμενος Isyll.28, Σικυῶνα πάτραν ... καλλίστοις ἠγλάϊσας στεφάνοις CEG 811.4 (Sición IV a.C.), με ... ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG 12(3).1190.10 (Melos III a.C.)
c. ac. int. glorificar, ofrecer como honor σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν Carm.Pop.5(b).1, Πύθιε, ... πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάισε Apolo, con esto te honró la montaña Theoc.Ep.1.4.
2 favorecer πρόσωπον Hp.Mul.2.188.
3 iluminar, hacer resplandecer πάντα τὸν οὐρανόν Procl.in Ti.3.119.3.
III intr. florecer, brotar ἀσπάραγος Antiph.294, cf. Hsch.

Greek Monotonic

ἀγλαΐζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἠγλάϊσα (ἀγλαός
I. κάνω κάτι λαμπρό ή γυαλιστερό, σε Πλούτ.
II. Μέσ. και Παθ., στολίζομαι μόνος μου ή στολίζομαι με κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι, αγαλλιάζω· σέ φημι ἀγλαϊεῖσθαι, θεωρώ ότι εσύ θα ευχαριστηθείς, θα βρεις ικανοποίηση με αυτούς (ενν. τοῖςἵπποις), σε Ομήρ. Ιλ.