ἀδηλέω

From LSJ
Revision as of 17:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδηλέω Medium diacritics: ἀδηλέω Low diacritics: αδηλέω Capitals: ΑΔΗΛΕΩ
Transliteration A: adēléō Transliteration B: adēleō Transliteration C: adileo Beta Code: a)dhle/w

English (LSJ)

(ἄδηλος)

   A to be in the dark about a thing, understand not, σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι S.OC35: —Pass., to be obscure, Ph.2.42,al., S.E.M.11.233, cf. 7.393; fail to appear, ἐπιμήνια-εύμενα Hp.Mul.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδηλέω: (ἄδηλος) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ περί τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι σκοτεινός, ἀσαφής, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ ἀφανής, λείπω, Ἱππ. 590. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être incertain de, gén..
Étymologie: ἄδηλος.

Spanish (DGE)

1 tener dudas, estar en dificultad φράσαι S.OC 35, cf. Didym.in Eccl.173.7
en v. med. ser oscuro Ph.2.42, S.E.M.11.233.
2 de cosas no presentarse ἐπιμήνια ἀδηλεύμενα Hp.Mul.1.2.

Greek Monotonic

ἀδηλέω: βρίσκομαι στο σκοτάδι, σε άγνοια για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.