ἀδιάζευκτος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ον,
A not disjoined, inseparable, Corn.ND14, Iamb.in Nic.pp.15, 107P.; ἕνωσις Procl.in Prm.p.521 S.; indistinguishable, Phld.D.1.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάζευκτος: -ον, ὁ μὴ διεζευγμένος, ἀχώριστος, Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 14, Ἰάμβλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 inseparable ἀρεταί Corn.ND 14, cf. Iambl.in Nic.15, 107, ἕνωσις Procl.in Prm.679.35.
2 indistinguible ἀδιάζευκτοι ἀλλήλων Phld.D.1.19.5.