ἄεδνος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A undowered, Hsch. II (a 111) = πολύφερνος, Id.
German (Pape)
[Seite 38] ohne Mitgift, ohne Brautgeschenk, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἄεδνος: -ον, ἄφερνος, ἄνευ προικός, Ἡσύχ., ὅστις ἐξηγεῖ αὐτὸ καὶ διὰ τοῦ πολύφερνος.
Spanish (DGE)
-ον de rica dote Hsch.
-ον
1 carente de dote, privado de dote Hsch., Eust.937.55.
2 ἄ.· δεινός Hsch.