ἀθεράπευτος

From LSJ
Revision as of 17:14, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθεράπευτος Medium diacritics: ἀθεράπευτος Low diacritics: αθεράπευτος Capitals: ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atherápeutos Transliteration B: atherapeutos Transliteration C: atherapeftos Beta Code: a)qera/peutos

English (LSJ)

ον,

   A uncared for, of things, X.Mem.2.4.3; of persons, D.H.3.22; of faults, neglected, not treated, Phld.Lib.p.39 O.; τὸ ἀ. neglect of one's personal appearance, Luc.Pisc.12.    II incurable, πάθος PGnom. 205 (ii A. D., in form ἀθαράπ-), cf. Luc.Ocyp.27, [Gal.]14.689; ταραχή Phld.D.1.15. Adv. -τως Ph.2.404.    III not prepared or cured, στέαρ Dsc.2.76.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non soigné, négligé;
2 incurable.
Étymologie: ἀ, θεραπεύω.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἀθαρ- PGnom.205 (II d.C.)
I 1descuidado, desatendido κτήματα X.Mem.2.4.3, ἄσιτοί τε οἱ πολλοὶ καὶ ἀθεράπευτοι la mayoría desatendidos y sin comida D.H.3.22, cf. Gr.Nyss.Ep.Can.221.2
de enfermos ὁπόσοι δ' ἂν καταλειφθέωσιν ἀθεράπευτοι θνῄσκουσιν Hp.Fist.3, εἴτε κακίαν (ἔχεις) μὴ μείνῃς ἀθεράπευτος Plu.2.1128d, cf. D.Chr.7.137, τὸ σῶμα Plu.Alex.77
τὸ ἀ. aspecto descuidado, desaliño Luc.Pisc.12.
2 no preparado στέαρ Dsc.2.76.16
de pieles no curtido δέρματα καθαρὰ ἀθεράπευτα PSI 465.14 (III d.C.).
II 1incurable ταραχή Phld.D.1.15.26, κακόν Arr.Epict.2.15.20, πάθος PGnom.l.c., cf. Luc.Ocyp.27, νόσος SEG 12.546 (Capadocia).
2 que no se puede enmendar, irremediable τὸ ἑκάστῳ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστι lo asignado por el destino a cada uno es irremediable Aesop.196.1.9
subst. τὸ ἀθεράπευτον lo irremediable Sch.Er.Il.24.526.
3 intratable de pers., Phld.Lib.84.11.
III adv. -ως incurablemente Ph.2.404, Sch.S.Ai.634aCh.

Greek Monotonic

ἀθεράπευτος: -ον, I. αφρόντιστος, παραμελημένος, λέγεται για ζώα, σε Ξεν.· τὸ ἀθεράπευτον, η παραμέληση της εξωτερικής εμφάνισης, σε Λουκ.
II. αυτός που δεν γιατρεύεται, ανίατος, στον ίδ.