ἀτρεμής
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
ές,
A unmoved, calm, ἦτορ Parm.1.29; θάλασσα Semon.7.37; φάσματα Pl.Phdr.250c; ὄμμα X.Smp.8.3: ἀτρεμές, τό, calmness, Id.Ages.6.7. Adv. -έως Thgn.978; ἀ. ἔχειν Hp.Epid.3.17.έ. II stable, firm, δόρυ Plb.6.25.9; ὁδοί Plu.CG7.
German (Pape)
[Seite 388] ές, nicht zitternd, ruhig, θρῆνος Eur. Herc. f. 1053; φάσματα Plat. Phaedr. 250 c; Pol. 6, 25; τὸ ἀτρεμές, die Ruhe, Xen. Ag. 6, 7. – Adv. ἀτρεμέως, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμής: -ές, (τρέμω) ὁ μὴ τρέμων, ἀτάραχος, γαλήνιος, θάλασσα Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 37· φάσματα Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· ὄμμα Ξεν. Συμπ. 8, 3· τὸ οὐδ. τὸ ἀτρεμὲς ὡς οὐσιαστ. ἀταραξία, ἠρεμία, ὁ αὐτ. Ἀγησ. 6, 7. Ἐπίρρ. -έως Θέογν. 978, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1101. ΙΙ. ἀτρεπής, ὁ μὴ ἔχων ἐκτροπὰς ἀλλ’ εὐθύς, ἐπὶ ὁδῶν, εὐθεῖαι γὰρ ἤγοντο διὰ τῶν χωρίων ἀτρεμεῖς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7, ἔνθα ἴδε σημ. Κορκῆ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: ἀ, τρέμω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1firme, inmóvil ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀ. ἕστηκα Semon.8.37, ἀτρεμῆ ... φάσματα Pl.Phdr.250c, διὰ τὴν κατασκευὴν ἀτρεμοῦς καὶ στασίμου τοῦ δόρατος Plb.6.25.9.
2 tranquilo, imperturbable ἦτορ Parm.B 1.29, τὸ ἐόν Parm.B 8.4, τὸ ὄμμα X.Smp.8.3, νοῦς Plot.3.2.2, cf. 6.9.5, τὸ εἶναι ὡς ἀτρεμὲς καὶ ταὐτόν Plot.3.7.5, cf. 11
•subst. τὸ ἀ. calma, tranquilidad X.Ages.6.7, Heraclit.All.20.
II adv. -ῶς
1 firmemente e.d. sin vacilar ὄφρα ... κεφαλὴν ἀ. προφέρω mientras mantengo erguida la cabeza Thgn.978.
2 tranquilamente ἀ. εἶχεν Hp.Epid.3.17.5, οὐδὲ ἐφρόνει, οὐκ ἀ. Hp.Epid.5.60, ὅ δέ σφεας ὀτρύνεσκεν ἦκα καὶ ἀ. ἐκβήμεναι Q.S.13.36.
3 ligeramente παρέκρουσεν ἀ. Hp.Epid.3.17.16.
Greek Monolingual
ἀτρεμής, -ές (AM) τρέμω
1. αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος
2. ήρεμος, ατάραχος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτρεμές
ηρεμία, ησυχία.