ἀσπορία

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπορία Medium diacritics: ἀσπορία Low diacritics: ασπορία Capitals: ΑΣΠΟΡΙΑ
Transliteration A: asporía Transliteration B: asporia Transliteration C: asporia Beta Code: a)spori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A barrenness, Man.4.585.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, das Nichtsäen, Maneth. 4, 585; das Nichtzeugen von Kindern, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπορία: ἡ, στείρωσις, ἀκαρπία, Μανέθ. 4. 585, Χρ. Σιβυλλ. 3. 542.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ esterilidad Man.4.585, Orac.Sib.3.542.

Greek Monolingual

η (AM ἀσπορία) άσπορος
νεοελλ.
η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια
μσν.
η γέννηση χωρίς σπέρμαγέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)
αρχ.
η στειρότητα, η ατεκνία.