διμοιραῖος
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A gloss on διμοιρίτης, Hsch. II δ. τόκος interest at two-thirds of the legal maximum, Just.Nov.136.4, PMasp.126.23 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): διμοιριαῖος Vett.Val.268.15, Apollod.Poliorc.162.7, Io.Mal.Chron.11.277
• Grafía: graf. -εῖος SB 12139.2.6 (II/III d.C.), -ιεος PMasp.126.42, 50 (VI d.C.)
1 doble χρόνοι Vett.Val.l.c., ἐκ διμυρείου (sic) μέρους SB l.c., σιτηρέσια διμοιραῖα raciones dobles para el trabajo nocturno SEG 8.355 (Egipto VI d.C.), glos. a διμοιρίτης Hsch.δ 1851.
2 de dos tercios μῆκος Apollod.l.c., μὴ περαιτέρω τοὺς ἀργύρου τραπέζης προεστῶτας διμοιραίου τόκου δανείζειν Iust.Nou.136.4, cf. PMasp.ll.cc.
•de la estatura algo más baja de lo normal en descripciones de emperadores, Io.Mal.l.c., M.97.393A.