διακυβεύω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῠβεύω Medium diacritics: διακυβεύω Low diacritics: διακυβεύω Capitals: ΔΙΑΚΥΒΕΥΩ
Transliteration A: diakybeúō Transliteration B: diakybeuō Transliteration C: diakyveyo Beta Code: diakubeu/w

English (LSJ)

   A play at dice with another, πρός τινα Plu.Rom.5: abs., Id.2.128a; περί τινος ib.70d.

German (Pape)

[Seite 585] mit Einem würfeln, πρός τινα, Plut. Rom. 19; περί τινος, um etwas, Artax. 17; übertr., aufs Spiel setzen, wagen, περί τινος, adul. et am. discr. 44.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠβεύω: παίζω τοὺς κύβους πρὸς ἕτερον, πρός τινα Πλούτ. Ρωμ. 5· ἐντεῦθεν, διακινδυνεύω, ῥιψοκινδυνῶ, περί τινος ὁ αὐτ. 2. 128Α.

French (Bailly abrégé)

jouer aux dés ; fig. δ. περί τινος courir la chance d’une entreprise.
Étymologie: διά, κυβεύω.

Spanish (DGE)

1 jugar a los dados πρὸς τὸν θεὸν διακυβεύειν Plu.Rom.5, ἀσχημόνως τὸν βίον διακυβεύουσι Vit.Aesop.G 81, οἱ διακυβεύοντες los jugadores de cótabo, Sch.Ar.Pax 1244c
en v. med., Eust.1396.52.
2 fig. jugarse, arriesgar ἔρχῃ περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος ὥρᾳ μιᾷ διακυβεύσων Plu.2.70c, cf. 128a.

Greek Monolingual

διακυβεύω και διακυβῶ, -άω) κυβεύω
1. παίζω κύβους, ζάρια
2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω.