βινέω
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
A inire, coïre, of illicit intercourse, opp. ὀπυίω, Sol. ap. Hsch., Ar.Ra.740: c. acc. pers., Id.Av.560, etc.:—Med., Ion. impf. βινεσκόμην Id.Eq.1242:—Pass., of the woman, Eup.351.2, Philetaer. 9.4.
German (Pape)
[Seite 445] (βαίνω), Beischlaf üben, bes. außerehelichen, im Ggstz von ὀπυίω, Unzucht treiben; nothzüchtigen, τινά Ar. Av. 560; oft bei Ar. u. a. Com.; med. in der Form βινεσκόμην Ar. Equ. 1239. Vgl. Strat. 84 (XII, 245), der es dem πυγίζειν entgegensetzt.
Greek (Liddell-Scott)
βῑνέω: συνέρχομαι, συνευρίσκομαι ἐπὶ παρανόμου συνουσίας, ἀντίθ. τῷ ὀπυίω, Ἀριστοφ. Βατρ. 740· μ. αἰτ. προσώπ., ὁ αὐτ. Ὄρν. 563, κτλ. – Μέσ., Ἰων. παρατατ. βινεσκόμην, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1242: – Παθ., ἐπὶ γυναικός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2, Φιλέταιρ. Κυν. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
τινα avoir commerce avec.
Étymologie: DELG terme visiblement populaire et vulgaire.
Spanish (DGE)
(βῑνέω) • Alolema(s): βενέω IO 7.1, Graff.Dip.C14 (ambas V a.C.); βειν- LW 977 (Frigia)
• Morfología: [impf. frecuentativo βινεσκόμην Ar.Eq.1242]
1 suj. el hombre joder Hippon.86.16, implicando ‘abuso’ o ‘imposición’ op. ὀπύειν Sol.Lg.27, frec. en la comedia οὐ ταὐτὰ δόξει τοῖσι συμμάχοισι νῷν, βινεῖν; Ar.Lys.1179, βινεῖν ὅλην τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν Ar.Ec.1099, junto a otros placeres como el de la bebida o comida πίνειν οἶδε καὶ βινεῖν μόνον Ar.Ra.740, ἥδιστóν ἐστιν ἀποθανεῖν βινοῦνθ' ἅμα Philetaer.6, cf. Com.Adesp.254.1Au., LW l.c., ὅτι δόλῳ οὐ βινεῖν μέλλεις Erot.Fr.Pap.Iol.30, en un recetario mágico πρὸς πολλὰ βεινῖν (sic), SB 11909.11 (III/IV d.C.)
•c. ac. γυναῖκα βινέων Archil.185, cf. Ar.Au.560, βινῖ (sic) ἀλλοτρίαν γυνήν SB 6319.45 (I a.C.)
•c. ac. del hombre sodomizar βινοῦσιν αὐτόν SB 6840.1 (II a.C.), cóm. τὸν ὀρχηστὴν ἐβίνησα ref. a una mujer disfrazada, Hierocl.Facet.251, tb. en v. pas. κατάδησον Πτολεμαΐδα ... ὅπως μὴ βινηθῇ Suppl.Mag.47.8, cf. 38.4.
2 en v. med. c. suj. de mujer dejarse joder, joder βινούμεναι χαίρουσιν Ar.Ec.228, ὥσπερ πηνίω βινουμένω Ar.Fr.393, πολλὰς οἶμαι νῦν βεβινῆσθαι Eup.385.2, Λαΐς ... τελευτῶσ' ἀπέθανεν βινουμένη; Philetaer.9.4
•tb. c. suj. masc. ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην vendía morcillas y mariconeaba un poco Ar.l.c.
• Etimología: Quizá de la r. *gu̯eiHu̯2- ‘vencer’ en grado ø y alarg., cf. ai. ájiti, ags. cwīnan.
Greek Monotonic
βῑνέω: coïre, συνευρίσκομαι· λέγεται για παράνομη συνεύρεση, σε Αριστοφ.