αἰσχρουργός

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργός Medium diacritics: αἰσχρουργός Low diacritics: αισχρουργός Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: aischrourgós Transliteration B: aischrourgos Transliteration C: aischrourgos Beta Code: ai)sxrourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A obscene, Gal.12.249. Adv., Sup., D.C.79.3.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.

Spanish (DGE)

-όν
felador κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249
indecente ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.

Greek Monolingual

-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].