ἀποπήσσω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
late form for ἀποπήγνυμι,
A benumb, τὸν νοῦν Herm. ap. Stob.1.49.45.
German (Pape)
[Seite 319] = ἀποπήγνυμι, Stob. ecl. phys. 1 p. 994.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπήσσω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀποπήγνυμι, «Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 994· πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον «πήζω».