δουλαγωγέω

Revision as of 17:43, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A make a slave, treat as such, dub. in D.S.12.24, cf. Arr.Epict.3.24.76.    2 metaph. of pleasure, etc., δ. τοὺς βίους Longin.44.6, cf. Charito2.7; τὸ σῶμα bring it into subjection, 1 Ep.Cor.9.27.

German (Pape)

[Seite 660] als Sklaven fortführen, zum Sklaven machen; D. Sic. 12, 24 u. a. Sp.; überte., τὸ κάλλος τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charit. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δουλᾰγωγέω: ὑπὸ δουλείαν ἄγω, μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον. Διόδ. 12. 24. 2) μεταφ., ἐπὶ ἡδονῆς, κτλ., δ. τινα Λογγῖν. 44. 6· ὡσαύτως, τὸ σῶμα, ὑποτάσσω, φέρω αὐτὸ εἰς ὑποταγήν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. θ΄, 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 réduire en esclavage, asservir;
2 traiter comme un esclave, càd durement ; NT mortifier (les passions).
Étymologie: δοῦλος, ἀγωγή.

Spanish (DGE)

esclavizar τὴν αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες esclavizando a la tropa de cautivos D.S.17.70, αὐτήν D.C.Epit.7.18.8, σε Arr.Epict.3.24.76, cf. en v. pas. Suppl.Mag.38.10, Corp.Herm.23.48
fig. c. suj. abstr. esclavizar, dominar, someter δουλαγωγοῦσι ... τοὺς βίους las riquezas, Longin.44.6, cf. Gr.Nyss.Res.264.26, τὸ κάλλος ὅλην τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charito 2.7.1, τὸ σῶμα 1Ep.Cor.9.27, οὐ βίᾳ ... δουλαγωγῶν <αὐτὸν> (τὸν ἄνθρωπον) Hippol.Haer.10.33.13, κακία ... δουλαγωγεῖ τοὺς χαμαιπετεῖς τῶν ἀνθρώπων Iust.Phil.2Apol.11.7, en v. pas. ὑπ' ἀφροσύνης ... δουλαγωγηθεῖσαι (αἱ ψυχαί) Ph.2.455.

English (Strong)

from a presumed compound of δοῦλος and ἄγω; to be a slave-driver, i.e. to enslave (figuratively, subdue): bring into subjection.