ἀπολιόρκητος

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῐόρκητος Medium diacritics: ἀπολιόρκητος Low diacritics: απολιόρκητος Capitals: ΑΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apoliórkētos Transliteration B: apoliorkētos Transliteration C: apoliorkitos Beta Code: a)polio/rkhtos

English (LSJ)

ον,

   A impregnable, Str.12.3.31, Plu.2.1057e.

German (Pape)

[Seite 312] nicht zu belagern, nicht zu erobern, Strab.; nicht belagert, Plut. de Stoic. absurd. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιόρκητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable, imprenable par un siège.
Étymologie: ἀ, πολιορκέω.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable πέτρα Str.12.3.31, fig. ὁ τῶν Στωικῶν σοφός Plu.2.1057e, κακίᾳ ... ἀ. Moschio Hyp.9 (p.496).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολιόρκητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος
νεοελλ.
αυτός που δεν πολιορκήθηκε.