ἀσκίτης
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἀσκός kind of
A dropsy, ascites, Epicur.Fr.190, Aret.SD1.16, Gal.17(2).670. II patient suffering from the disease, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, Schlauch-, Wassersucht, Epicur. bei Plut. non posse 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκίτης: -ου, ὁ, [ῑ], εἶδος ὕδρωπος (ἐκ τοῦ ἀσκός), νόσῳ νοσῶν ἀσκίτῃ Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1097Ε, Ἀρετ. 48· ὕδρωψ ἀσκίτης ἐστὶν ἐφ’ οὗ κοιλία καὶ ὄσχεον καὶ σκέλη ἐξοιδίσκεται, τὰ δὲ ἄνω ἰσχνὰ γίνεται ἀπολεπτυνόμενα Γαλην. Ὅροι Ἰατρικ. τ. 19. σ. 424, ἴδε καὶ τ. 15. σ. 891 κτλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [fem., Gal.17(2).670]
1 medic. ascitis Metrod.46, Gal.l.c., Aret.SD 1.16.6, Sch.Gal.2.24M.(p.17).
2 medic. persona que padece ascitis Herod.Med. en Orib.10.8.9.
Greek Monolingual
ο (Α ἀσκίτης) ἀσκός
άθροιση υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ανάμεσα στη μεμβράνη που επενδύει το κοιλιακό τοίχωμα και τη μεμβράνη που καλύπτει τα ενδοκοιλιακά όργανα.