ἀναχράομαι

From LSJ
Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχράομαι Medium diacritics: ἀναχράομαι Low diacritics: αναχράομαι Capitals: ΑΝΑΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anachráomai Transliteration B: anachraomai Transliteration C: anachraomai Beta Code: a)naxra/omai

English (LSJ)

   A use up, and so, make away with, destroy, v.l. in Th.3.81, cf. D.C.51.8; οἱ ἑαυτοὺς - χρώμενοι 58.16.    2 use, IG5(1).1390.60 (Andania, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 215] = διαχράομαι, zw. Lesart Thuc. 1, 126, nach VLL.; D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχράομαι: ἀποθ., διαχράομαι, ἀποκτείνω, «ἀνεχρήσαντο: διέφθειραν· οὕτω Θουκυδίδης» Α. Β. 399· σχεδὸν πάντα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀπεχώρησαν, ἐν ᾧ ἓν τῶν ἀρίστων ἐν τῷ κειμένῳ καὶ τέσσαρα ἐν παρασημειώσει ἔχουσιν ἀπεχρῶντο, ἄλλο δὲ ἐν παρασημειώσει ἀνεχρῶντο· περὶ δὲ τῶν ἐν ταῖς ἐκδόσεσι γραφῶν ἴδε Πόππον, Ἀρνόλδ., Βλωμφίλ. κτλ. εἰς Θουκ. 3. 81.

Spanish (DGE)

1 servirse de, utilizar una partida de dinero ὁ δὲ ταμίας ... μὴ ἀναχρησάσθω IG 5(1).1390.60 (Andania I a.C.), cf. AB 399.
2 destruir, matar οἱ ἑαυτοὺς ἀναχρώμενοι los suicidas D.C.58.16.2, cf. 51.8.7, AB l.c., ἀναχρήσῃ· ἀνατεμῇ Hsch.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχράομαι: истреблять, губить (Thuc. - v. l. к διαχρἀομαι).