ἀναχράομαι
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
A use up, and so, make away with, destroy, v.l. in Th.3.81, cf. D.C.51.8; οἱ ἑαυτοὺς - χρώμενοι 58.16.
2 use, IG5(1).1390.60 (Andania, i B.C.).
Spanish (DGE)
1 servirse de, utilizar una partida de dinero ὁ δὲ ταμίας ... μὴ ἀναχρησάσθω IG 5(1).1390.60 (Andania I a.C.), cf. AB 399.
2 destruir, matar οἱ ἑαυτοὺς ἀναχρώμενοι los suicidas D.C.58.16.2, cf. 51.8.7, AB l.c., ἀναχρήσῃ· ἀνατεμῇ Hsch.
German (Pape)
[Seite 215] = διαχράομαι, zw. Lesart Thuc. 1, 126, nach VLL.; D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχράομαι: ἀποθ., διαχράομαι, ἀποκτείνω, «ἀνεχρήσαντο: διέφθειραν· οὕτω Θουκυδίδης» Α. Β. 399· σχεδὸν πάντα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀπεχώρησαν, ἐν ᾧ ἓν τῶν ἀρίστων ἐν τῷ κειμένῳ καὶ τέσσαρα ἐν παρασημειώσει ἔχουσιν ἀπεχρῶντο, ἄλλο δὲ ἐν παρασημειώσει ἀνεχρῶντο· περὶ δὲ τῶν ἐν ταῖς ἐκδόσεσι γραφῶν ἴδε Πόππον, Ἀρνόλδ., Βλωμφίλ. κτλ. εἰς Θουκ. 3. 81.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχράομαι: истреблять, губить (Thuc. - v.l. к διαχρἀομαι).