ἀμφιπαίω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
A spike, transfix, περὶ σκόλοπας τοὺς ὀπτίλλους IG4.951.92 (Epid.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [cret. 3a plu. fut. ind. act. ἀνπιπαίσοντι ICr.4.80.12]
1 traspasar, clavar περὶ σκόλοπάς τινας τοὺς ὀπτίλλους ἀμφέπαισε IG 42.121.92 (Epidauro IV a.C.).
2 discutir ἀνπιπαίσοντι τὸ κοινὸν οἰ Ῥιττε̄́νιοι πορτὶ τὸνς Γορτυνίονς la asamblea de los ritenios discutirá con los de Gortina, ICr.l.c.