δίκαρπος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαρπος Medium diacritics: δίκαρπος Low diacritics: δίκαρπος Capitals: ΔΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: díkarpos Transliteration B: dikarpos Transliteration C: dikarpos Beta Code: di/karpos

English (LSJ)

ον,

   A bearing two crops, γῆ Str. 17.3.11.

German (Pape)

[Seite 628] zweimal Frucht tragend, Strab. XVII p. 881.

Greek (Liddell-Scott)

δίκαρπος: -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831.

Spanish (DGE)

-ον
agr. que fructifica dos veces al año, de dos cosechas de plantas, Thphr.HP 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο
νεοελλ.
βοτ. (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα μετά τον άλλο.