γεηπόνος
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
γεη-πονικός, γεη-πονία, ἡ,
A v. γεωπ-.
German (Pape)
[Seite 478] = γεωπόνος, Luc. Philopatr. 4.
Greek (Liddell-Scott)
γεηπόνος: γεηπονικός, γεηπονία, ἡ, ἴδε ἐν λ. γεωπ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cultivateur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.
Spanish (DGE)
v. γεωπόνος.
Greek Monotonic
γεηπόνος: -ον = γεω-πόνος, σε Βάβρ.