αἰσυμνητεία

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσυμνητεία Medium diacritics: αἰσυμνητεία Low diacritics: αισυμνητεία Capitals: ΑΙΣΥΜΝΗΤΕΙΑ
Transliteration A: aisymnēteía Transliteration B: aisymnēteia Transliteration C: aisymniteia Beta Code: ai)sumnhtei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of αἰσυμνήτης 11.1, = αἱρετὴ τυραννίς, Arist. Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσυμνητεία: ἡ, = αἱρετὴ τυραννίς, μοναρχία κατ’ ἐκλογὴν τῶν ὑπηκόων, Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 14, Διογ. Λ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. autorité d’un chef électif;
II. autorité, pouvoir, domination.
Étymologie: αἰσυμνήτης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): αἰσυμνητίη, -ης D.L.1.100
cargo de αἰσυμνήτης, dictadura elegida αἱρετὴ τυραννίς Arist.Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.

Greek Monotonic

αἰσυμνητεία: ἡ, μοναρχία που έχει εκλεγεί από τον λαό, αιρετή μοναρχία, σε Αριστ.