Ἀκαδημεικός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
v. sub Ἀκαδήμεια.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀκαδημεικός: -ή, -όν, Ἀκαδημιακός, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 5814.
Spanish (DGE)
v. Ἀκαδημαϊκός.