ἁλίτυρος
From LSJ
μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already
English (LSJ)
ὁ,
A salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 99] ὁ, Salzkäse, Philodem. 30 (IX, 412).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίτῡρος: ὁ, εἶδος τυροῦ ἁλμυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 412.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fromage salé.
Étymologie: ἅλς², τυρός.
Spanish (DGE)
(ἁλίτῡρος) -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
queso salado ἀρτιπαγὴς ἁλίτυρος AP 9.412 (Phld.).
Greek Monolingual
ἁλίτυρος, ο (Α)
αλατισμένο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + τυρός «τυρί»].