ἀμύριστος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύριστος Medium diacritics: ἀμύριστος Low diacritics: αμύριστος Capitals: ΑΜΥΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: amýristos Transliteration B: amyristos Transliteration C: amyristos Beta Code: a)mu/ristos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene).    2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.

German (Pape)

[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: ἀ, μυρίζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
1 no empapado de perfumes στέμμα GVI 1522.5 (Cirene II a.C.).
2 fig. rudo Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύριστος, -ον) μυρίζω
1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος
2. αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε κανείς
3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε
4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική
αρχ.
1. αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα
2. τραχύς, άξεστος.