ἀμφιμάρπτω
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (LSJ)
only in pf. -μέμαρπα (
A -μέμαρφα Q.S.3.614), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.
German (Pape)
[Seite 141] ringsum erfassen, perf. ἀμφιμεμαρπώς Ap. Rh. 3, 146; Opp. H. 5, 636; ἀμφιμέμαρφε Qu. Sm. 3, 614, wo wohl -μέμαρπε zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάρπτω: συναρπάζω τι πανταχόθεν, ψηλαφῶ ἢ λαμβάνω, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀμφιμέμαρφε Q.S.12.276]
agarrar, asir por ambos lados, ἔνθα καὶ ἔνθα θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπτώς A.R.3.147, ἐριβριθῆ μολίβου χύσιν ἀμφιμεμαρπτώς Opp.H.5.636
•rodear, apresar en un abrazo ἀμφὶ δέ μιν νὺξ μάρψεν Q.S.3.334, ἀλλά σε γῆρας ... ἀμφιμέμαρφε Q.S.l.c., cf. 3.614.
Greek Monolingual
ἀμφιμάρπτω (Α)
(μόνο στον πρκμ. ἀμφιμέμαρπα)
αρπάζω, πιάνω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάρπτω.