ἀναχάσκω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
only pres. and impf., Ar.Av.502, Fr.68, Luc.VH2.1; poet.
A ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. Αναχαίνω, fut. -χᾰνοῦμαι Hp.Superf.29: aor. 2 ἀνέχᾰνον: pf. ἀνακέχηνα:—open the mouth, gape wide, ἀναχανὼν μέγα Ar.Eq.641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.Nat.Mul.45.
German (Pape)
[Seite 215] = ἀναχαίνω, nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχάσκω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. ἀναχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· στόμα ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
att. p. ἀναχαίνω.
Étymologie: ἀνά, χάσκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poet. ἀγχ- Pherecr.196
abrir la boca Ar.Au.502, Fr.68, Pherecr.l.c., Luc.VH 2.1
•medic. abrirse del cuello de la matriz, Alcmaeo B 3, Hp.Superf.32, Vict.1.30.
Greek Monolingual
(Α ἀναχάσκω)
νεοελλ.
1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω
2. γελώ δυνατά
αρχ.
έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω.